- συνηρμοσμένως
- συνηρμοσμένως, Adv., ([etym.] συναρμόζω)A conformably, M.Ant.4.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηρμοσμένως — συναρμόζω perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένως conformably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηρμοσμένως — Α επίρρ. προσφυώς, καταλλήλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηρμοσμένος τού συναρμόζομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek